ευβοτούμαι

ευβοτούμαι
εὐβοτοῡμαι, -έομαι (Α) [εύβοτος]
(για περιοχή) έχω καλή βοσκή («διὰ πεδίων εὐβοτουμένων σφόδρα», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”